- ἐπωδύνων
- ἐπώδυνοςpainfulmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek
χλωρ(ο)με(θα)ζανόνη — η, Ν (φαρμ.) συνθετικό φάρμακο χρησιμοποιούμενο για τη χαλαρωτική του δράση σε περιπτώσεις επώδυνων μυϊκών συσπάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chlormethazanone] … Dictionary of Greek